- σκόντο
- το, Νάκλ.1. έκπτωση τής τιμής εμπορεύματος ή ποσού που πρέπει να πληρωθεί2. φρ. «κάνε σκόντο»μτφ. α) μην λες υπερβολέςβ) μην έχεις υπερβολικές αξιώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sconto].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκόντο — το (λ. ιταλ.), έκπτωση στην τιμή: Αν ψωνίσεις από το κατάστημά μου πολλά πράγματα, θα σου κάνω σκόντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκπτωση — η 1. κοινωνική ή ηθική μείωση, ξεπεσμός, κατάντια. 2. (για ηγεμόνες, ιεράρχες, αξιωματικούς), απώλεια εξουσίας ή βαθμού, εκθρόνιση, καθαίρεση: Στο βασανιστή επιβλήθηκε έκπτωση από το βαθμό του ταγματάρχη. 3. στέρηση δικαιώματος, ακύρωση σύμβασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεπιπράσκοντο — διεπιπρά̱σκοντο , διαπιπράσκω sell off imperf ind mp 3rd pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπράσκοντο — ἐπιπρά̱σκοντο , πιπράσκω export for sale imperf ind mp 3rd pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)